Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

αλλαξιές

Βλέπει ο Μανωλιός τον Άλλον που είναι αλλιώς και σκέφτεται έτσι μ' αρέσει και μένα να είμαι.
Βλέπει ο Αλλιώς τον Μανωλιό και σκέφτεται έτσι μ' αρέσει και μένα να είμαι.
Μαζί κάθονται και βλέπουν τον Αλλιώτικο και σκέφτονται ευτυχώς που δεν είμαστε έτσι.
Ο Αλλιώτικος βλέπει τους άλλους δυο αλλά καθρέφτη δεν έχει.

Όλοι εκτός από τον Αλλιώτικο βλέπουν κάτι που δεν δείχνει ο καθρέφτης τους και θέλουν να γίνουν κάτι που δεν θα είναι ποτέ ο καθρέφτης τους.

Και η ζωή συνεχίζεται με τους τρεις τους να πίνουν μαζί καφέδες, να περπατάνε, να συζητάνε και να προσπαθούν να μοιάσει ο ένας στον καθρέφτη του άλλου.

Βέβαια δεν κάνουν παρέα μόνο επειδή θέλει ο ένας να μοιάσει στον άλλο αλλά και γιατί κάποιοι χαίρονται που δεν μοιάζουν στον ένα.

Ώσπου τα χρόνια πέρασαν και ο Μανωλιός έγινε ίδιος ο Άλλος,ο Άλλος ίδιος ο Μανωλιός μα ο Αλλιώτικος έμεινε ίδιος.

Οι δύο πρώτοι είχαν πετύχει το σκοπό τους και λυπόντουσαν τον Αλλιώτικο που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκε να αγοράσει ένα καθρέφτη και έμεινε ο ίδιος. Δεν είχε αλλάξει τίποτα πάνω του παρά μόνο ο χρόνος.

Την ημέρα που θα βρισκόντουσαν μετά από χρόνια Μανωλιός και ο Αλλιώς την περίμεναν πώς και πώς. Ετοίμασαν τον καλύτερο εαυτό του άλλου και πήγαν στο ραντεβού. Η βραδιά κύλησε πολύ όμορφα με τους τρεις τους να θυμούνται τα παλιά. "Α, ρε αλλιώτικε καθόλου δεν άλλαξες μετά από τόσα χρόνια" έλεγαν κάθε τόσο με μια σταγόνα συμπόνιας.

Και όταν η βραδιά τελείωσε οι τρεις φίλοι χωρίστηκαν χαρούμενοι.
Άλλοι γιατί έγιναν άλλοι και άλλοι γιατί έμειναν αλλιώτικοι.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

τι κοιτάς;

Ήταν δίπλα δίπλα και δεν κοιταζόντουσαν.
Περπατούσαν χέρι χέρι και δεν κοιταζόντουσαν.
Έτρωγαν μαζί και δεν κοιταζόντουσαν.
Έπιναν καφέ και δεν κοιταζόντουσαν.
Έκαναν έρωτα και δεν κοιταζόντουσαν.
Καθόταν αντικριστά και δεν κοιταζόντουσαν.

Μα τι κοιτούσαν; Τι κοιτούσαν;

Και ξάφνου άρχισαν να κοιτιούνται. Αλλά εστίασαν αλλού. Εστίασαν εκεί που εστιάζει ο εχθρός. Και
σταμάτησαν να είναι δίπλα δίπλα.
Σταμάτησαν να περπατάν χέρι χέρι.
Σταμάτησαν να πίνουν μαζί καφέ.
Σταμάτησε ο έρωτας.
Σταμάτησε ο χρόνος.

Και τα μάτια άνοιξαν και καθάρισαν και άρχισαν να βλέπουν και να κοιτούν.
Τα ίδια μάτια που κοιτούσαν παλιά.

Τα μάτια που μιλάνε πιο πολύ από ότι βλέπουν.
Τα μάτια που δεν συμφωνούν πάντα με τα χείλη.
Τα μάτια που ξέρεις, τα μάτια που ξέρω.

Μα ο χρόνος είχε σταματήσει μόνο για τα μάτια. Οι εικόνες είχαν αλλάξει και αν τα μάτια έγιναν ξανά τα ίδια δεν έβλεπαν την ίδια εικόνα.

Φέρε χαρτί και ξυλομπογιά και άσε τα μάτια μας να ζωγραφίσουν