Κυριακή 6 Μαΐου 2012

στοπ ριπίτ

Κουράστηκε από την επανάληψη, την ρουτίνα και το τίποτα που συνέχισε να γίνεται. Κουράστηκε και από τα τίποτα που συνέχισαν να προσπαθούν να γίνουν.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και άρχισε να περπατάει. Περπάτησε κάτω από ήλιο, κάτω από βροχή και ανάμεσα σε αέρα. Τον έσπρωξαν, τον πάτησαν αλλά συνέχισε.Κάποια στιγμή κουράστηκε και από το περπάτημα. 

Άνοιξε την πρώτη πόρτα που βρήκε στο αριστερό του χέρι. 
Στο μπαρμπουτομάγαζο άρχισε να τζογάρει. Έτσι για να ανέβει η αδρεναλίνη του, να νιώσει πάλι ζωντανός. Έτσι έγινε. Ήπιε και ένα ποτό μετά για να ηρεμήσει και ένα τσιγάρο πριν και μετά και κατά τη διάρκεια γιατί του πήγαινε. Το κάπνισμα. Ίσως και να κέρδισε, ίσως και να έχασε. Μάλλον έχασε αλλά και πάλι κερδισμένος ήταν.
Μετά, αυτό που ήθελε ήταν κάτι ανάλαφρο. Όχι και σαν εκπομπή τοκ σόου. Πιο πολύ.
Κουράστηκε να αναλύει. Νικολακόπουλος είχε καταντήσει και δεν μιλούσε για εκλογές. Σαν να ακούς Γα'ι'τάνο σε εποχή εκτός πασχα. Δεν το κάνεις.
Για αυτό βγαίνοντας από το μπαρμπουτομάγαζο έψαξε μια μπάρα με υποπόδιο που θα έχει παρέες που γελάνε πολύ και τύπους μόνος τους. Μετά από ένα είδος ποτού γιατί δεν του άρεσε να τα μπερδεύει και αυτά και κουβέντας που είχε ξαναγίνει έφυγε αγανακτισμένος. Όχι πολίτης, αλήτης.
Βγήκε έξω, έστριψε στην πρώτη στροφή και ένα τσιγάρο, το άναψε και άρχισε να περπατάει περιμένοντας